«Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε την Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά.» Φώτης Κόντογλου - Παράδοση

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

«Κέντρο των υποκλοπών η αμερικανική πρεσβεία»


ΜΠΡΕΪΝΤΙ ΚΙΣΛΙΝΓΚ: Ο τέως Αμερικανός διπλωμάτης και σύμβουλος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα αποκαλύπτει γιατί οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας του παρακολουθούσαν τα τηλέφωνα των Ελλήνων πολιτικών.
 
Του ΤΑΚΗ ΜΙΧΑ  Ελευθεροτυπία

Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ευθύνονται για την υπόθεση της υποκλοπής τηλεφωνημάτων Ελλήνων πολιτών και πολιτικών, υποστηρίζει ο τέως διπλωμάτης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μπρέιντι Κίσλινγκ. Οι αποκαλύψεις του κ. Κίσλινγκ περιέχονται σε άρθρο του το οποίο δημοσιεύει σήμερα η έγκυρη εβδομαδιαία αμερικανική πολιτική επιθεώρηση «Νέισιον».

Οι απόψεις του κ. Κίσλινγκ έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα διότι αντανακλούν μια εμπειρία 20 ετών στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τοποθετήσεις του σε ευαίσθητες θέσεις στις πρεσβείες των ΗΠΑ στην Αθήνα, το Ερεβάν, το Τελ Αβίβ και την Καζαμπλάνκα. Ο Αμερικανός διπλωμάτης παραιτήθηκε το Φεβρουάριο του 2003 από τη θέση του ως πολιτικού συμβούλου της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, επειδή διαφώνησε με την πολιτική του προέδρου Μπους στο Ιράκ.

Τζον Μπρέιντι Κίσλινγκ
Στο άρθρο του με τίτλο «Ενα ολυμπιακό σκάνδαλο», ο τέως διπλωμάτης:

Αποκαλύπτει επίσης τους λόγους για τους οποίους οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ παρακολουθούσαν τα τηλέφωνα των Ελλήνων πολιτικών καθώς επίσης τους λόγους που υποχρέωσαν τον Αμερικανό πρέσβη να δώσει την έγκρισή του.

Επισημαίνει τις αρνητικές επιπτώσεις που θα έχει αυτή η υπόθεση τόσο στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις όσο και, ιδιαίτερα, στην κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία κατά την άποψή του γνωρίζει αλλά δεν αποκαλύπτει για «εθνικούς λόγους» τους ενόχους.

4 Σταθμοί βάσης

Στο άρθρο του ο κ. Κίσλινγκ θεωρεί ως δεδομένο ότι οι υποκλοπές έγιναν από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Οι λόγοι τους οποίους αναφέρει είναι κυρίως οι ακόλουθοι:

*Οι υποκλοπές προωθούντο από τέσσερις σταθμούς βάσης, στο κέντρο των οποίων ήταν η αμερικανική πρεσβεία.

* Ο κατάλογος των ανθρώπων που παρακολουθούνταν: «Η λίστα των ανθρώπων που παρεκολουθείτο», γράφει, «είναι επίσης επιβαρυντική. Ο κάθε ένας μπορεί να παρακολουθεί έναν υπουργό Εθνικής Αμυνας, αλλά μόνο μια οργάνωση εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για τον ηλεκτρολόγο του οποίου ο κουνιάδος ήταν αναμεμιγμένος στη δολοφονία, το 1975, του σταθμάρχη της CIA, Ρίτσαρντ Γουέλς. Ενα τηλέφωνο ήταν καταχωρισμένο ότι ανήκε σε έναν άγνωστο Ελληνοαμερικανό της πρεσβείας των ΗΠΑ. Οι δημοσιογράφοι αποκάλυψαν ότι το τηλέφωνο είχε δανεισθεί στον Ελληνα υπεύθυνο Ασφαλείας της πρεσβείας των ΗΠΑ».

Το καίριο ερώτημα το οποίο απασχολεί τον τέως διπλωμάτη είναι γιατί η αμερικανική κυβέρνηση θα έπαιρνε το ρίσκο μιας τέτοιας ενέργειας που ασφαλώς υπονομεύει την κυβέρνηση μιας συμμαχικής χώρας και επιπλέον μια κυβέρνηση που, για τα ελληνικά δεδομένα, δεν ακολουθεί ιδιαίτερα αντιαμερικανική πολιτική. Ποιοι ήσαν οι λόγοι που ώθησαν τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ να παρακολουθούν τα τηλέφωνα του πρωθυπουργού και των υπουργών της κυβέρνησης;

Στο ερώτημα αυτό ο συγγραφέας δίνει μια απλή απάντηση που όμως στην απλότητά της εκφράζει την πολυετή εξοικείωση του Αμερικανού διπλωμάτη με τον τρόπο λειτουργίας της γραφειοκρατίας.

Οι λόγοι τους οποίους αναφέρει είναι δύο:

*Η έλλειψη εμπιστοσύνης των Αμερικανών σε όσα τους έλεγαν τα κυβερνητικά στελέχη. Αυτό άλλωστε εξηγεί και τον βαθύτατο πανικό της κυβέρνησης Καραμανλή όταν διαπίστωσε ότι ήταν στόχος παρακολούθησης από συμμαχικές δυνάμεις και τις αρχικές σπασμωδικές αντιδράσεις -«αντιιμπεριαλιστικές» κορόνες κ.λπ.- που τόσο εξόργισαν τον τέως ΥΠΕΞ κ. Μολυβιάτη και τον τέως υπουργό Εθνικής Αμυνας κ. Σπηλιωτόπουλο.

*Η... τεμπελιά! Η υποκλοπή των τηλεφώνων κυβερνητικών στελεχών απήλλασσε τα στελέχη των αμερικανικικών υπηρεσιών από την επίπονη και πολλές φορές βαρετή διαδικασία της συστηματικής παρακολούθησης των δηλώσεων των κυβερνητικών στελεχών, της συζήτησης μαζί τους και εν γένει από τη διαδικασία ανάλυσης της πολιτικής επικαιρότητας.

«Ενα πρόβλημα με τις μυστικές υπηρεσίες είναι ότι δεν μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις χωρίς να αχρηστεύσεις την πηγή», γράφει ο κ. Κίσλινγκ. «Τα στοιχεία τα οποία αποκτώνται από παράνομες υποκλοπές τηλεφωνημάτων ποτέ δεν οδήγησαν στην καταδίκη ενός τρομοκράτη ή στην ολοκλήρωση μιας αγοράς όπλων ή στη διευθέτηση μιας ρήξης. Η διαφορά μεταξύ όσων οι φίλοι μας μας λένε ανοιχτά και όσων λένε μυστικά ο ένας στον άλλον σπανίως έχει κάποια σημασία. Οι μυστικές πληροφορίες εναντίον ενός συμμάχου είναι συνήθως μια ασπίδα προστασίας, μια δικαιολογία για να μη διαβάζεις τις τοπικές εφημερίδες ή να κάνεις το τραπέζι στους ντόπιους αξιωματούχους. Οι διπλωμάτες των μικρών χωρών κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους χωρίς να καταφεύγουν στην υποκλοπή των τηλεφωνημάτων του πρωθυπουργού».

Προκειμένου να μπορέσουν οι μυστικές υπηρεσίες να προχωρήσουν στην παρακολούθηση των τηλεφώνων των κυβερνητικών αξιωματούχων θα έπρεπε να πάρουν την πολιτική έγκριση. Δεν θα μπορούσαν ποτέ αυτόβουλα να αναλάβουν την ευθύνη μιας τέτοιας ενέργειας. Αυτό είναι το δεύτερο ερώτημα το οποίο απασχολεί τον συγγραφέα. Πώς ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα δέχτηκε να τεθεί σε ενέργεια ένα σχέδιο που ενείχε το ρίσκο να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ελλάδα; Γιατί έδωσε το πράσινο φως για μια ενέργεια που θα βάρυνε περισσότερο τις πάντοτε ευαίσθητες ελληνοαμερικανικές σχέσεις;

Και στο σημείο αυτό η απάντηση που δίνει ο κ. Κίσλινγκ αντανακλά την πολυετή εμπειρία του στους διαδρόμους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Το κλίμα του φόβου που είχε δημιουργηθεί στους διπλωματικούς κύκλους μετά την 11η Σεπτεμβρίου ήταν η αιτία που ανάγκασε τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα(σ.σ. την περίοδο αυτή ήταν ο Τόμας Μίλερ) να εγκρίνει την παράτολμη αυτή ενέργεια. Κανείς Αμερικανός πρέσβης με σώας τας φρένας δεν θα τολμούσε να αρνηθεί να δώσει την έγκρισή του σε κάτι το οποίο πρότειναν οι μυστικές υπηρεσίες στο όνομα του αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας. Η επαγγελματική του καριέρα, αν έπραττε κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να θεωρηθεί τελειωμένη.

«Οι πρέσβεις των ΗΠΑ έχουν την υποχρέωση να εκτιμήσουν κατά πόσον τα πιθανά οφέλη από μια κρυφή επιχείρηση αντισταθμίζουν το κόστος στην εξωτερική πολιτική από την αποκάλυψή της. Εχοντας υποχρεωθεί να σιγήσουν μετά την 11η Σεπτεμβρίου, δεν πρόκειται να αυτοκτονήσουν επαγγελματικά προστατεύοντας τις κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες δραστηριοποιούνται από τις -καμιά φορά- άκομψες υφαρπαγές της CIA».

Ομως, σύμφωνα με τον κ. Κίσλινγκ, ο μεγάλος χαμένος σε αυτή την ιστορία είναι κυρίως η ελληνική κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής.

«Στα σκάνδαλα κατασκοπείας», γράφει, «τιμωρείται συνήθως το θύμα. Η αδυναμία της προστασίας του εθνικού κύρους απέναντι στους ξένους αποτελεί ένα πολύ σοβαρό παράπτωμα σε κάθε πολιτικό σύστημα στον κόσμο».

Ομως, σε τελική ανάλυση, η τύχη και το μέλλον της ελληνικής κυβέρνησης κρέμονται από την ελπίδα ότι οι λεπτομέρειες του σκανδάλου δεν θα δουν ποτέ το φως της δημοσιότητας.

Δεν είναι προσωπικό...

«Η ελληνική κυβέρνηση δεν επιθυμεί να βοηθήσει τους ανταγωνιστές της χώρας προκαλώντας μια επιδείνωση των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων. Οι Ελληνες αξιωματούχοι είναι αρκετά ώριμοι ώστε να μην παίρνουν τις υποκλοπές προσωπικά. Ομως, σε τελική ανάλυση, βασίζονται στο ότι εκείνος που κάνει τις υποκλοπές θα είναι αρκετά έξυπνος ώστε να μη συλληφθεί».

Πάντως, σε αντίθεση με τον Κώστα Καραμανλή, που θα πρέπει να ανησυχεί, ο Τζορτζ Μπους δεν έχει να φοβάται τίποτα:

«Οι επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών ποτέ δεν τονίζουν το τεράστιο κόστος που ενέχει για τους φίλους της Αμερικής η συλλογή πληροφοριών. Ούτε θα χαλάσει ο Καραμανλής τη σχέση του με τον Τζορτζ Μπους με διαμαρτυρίες. Το μοναδικό μυστικό που ποτέ δεν διαρρέει, το μυστικό που η Ουάσιγκτον πάντοτε πολεμάει σκληρά να κρατήσει, είναι πόσο ακριβή πολυτέλεια είναι σε τελική ανάλυση τα μυστικά της Αμερικής».

Το άρθρο του τέως στελέχους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι γραμμένο με τον «πλάγιο» τρόπο που συνηθίζουν οι διπλωμάτες, όπου κάθε λέξη αποκτά ένα ιδιαίτερο βάρος. Η αξία του συνίσταται όχι μόνο στην αναλυτική του διαύγεια, αλλά επίσης στο γεγονός ότι ο συγγραφέας του γνωρίζει «από μέσα» τον τρόπο λειτουργίας των κέντρων που έλαβαν μέρος στις υποκλοπές. Απ' αυτή τη σκοπιά το άρθρο του κ. Κίσλινγκ είναι το πρώτο σημαντικό ντοκουμέντο που βοηθάει να φωτιστεί η σκοτεινή αυτή υπόθεση.


ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ

Παραιτήθηκε για την επέμβαση στο Ιράκ

Ο Τζον Μπρέιντι Κίσλινγκ έγινε παγκοσμίως γνωστός, όταν τον Φεβρουάριο του 2003 παραιτήθηκε από τη θέση του ως πολιτικού συμβούλου της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, διαμαρτυρόμενος για την επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ. «Ο διακαής πόθος για πόλεμο» έγραψε στο γράμμα της παραίτησής του προς τον τ. υπουργό Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ, «μας οδηγεί στην απεμπόληση της διεθνούς νομιμότητας, που ήταν το πιο δυνατό επιθετικό και αμυντικό μας όπλο από την εποχή του Ουίλσον».

Με την πράξη του αυτή ο κ. Κίσλιγκ έδωσε τέρμα σε μια εικοσαετή καριέρα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που μεταξύ άλλων περιλάμβανε υπηρεσίες σε πόστα, όπως το Τελ Αβίβ, το Ερεβάν και η Καζαμπλάνκα.

Ο κ. Κίσλιγκ πρωτοήλθε στην Ελλάδα την περίοδο 1979-80 ως φοιτητής Αρχαιολογίας. Την περίοδο 1988-92 διετέλεσε πρώτος γραμματέας της πρεσβείας στην Αθήνα. Μετά μεταφέρθηκε στην Αρμενία, αφού πέρασε ένα χρονικό διάστημα στην Ουάσιγκτον, και επανήλθε το 2000 στην Ελλάδα. Η φιλοσοφία της ζωής του ήταν ότι θα έπρεπε να συζητάει κανείς με τους πάντες, ακόμη και με εκείνους που εκ πρώτης όψεως είχαν τις πλέον αντιαμερικανικές απόψεις - όπως π.χ. με τον Ορέστη Κολοζώφ και τον Απόστολο Κακλαμάνη.

Ενας κλασικός Καλιφορνέζος, που έδειχνε έντονο ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις μειονότητες, δεν προκαλούσε πάντοτε τον ενθουσιασμό των αρχών των χωρών στις οποίες είχε υπηρετήσει - συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου